κληροδοσίᾳ

κληροδοσίᾳ
κληροδοσίᾱͅ , κληροδοσία
distribution of land
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κληροδοσία — κληροδοσίᾱ , κληροδοσία distribution of land fem nom/voc/acc dual κληροδοσίᾱ , κληροδοσία distribution of land fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληροδοσία — και κλεροδοσιά, η (AM κληροδοσία) [κληροδότης] 1. το να δίνει ένας κάτι με κλήρο, με κλήρωση 2. κληρονομιά νεοελλ. (νομ.) 1. περιουσιακή ωφέλεια που αποκτά κάποιος με διάταξη διαθήκης χωρίς να γίνεται κληρονόμος 2. η διάταξη τής διαθήκης που… …   Dictionary of Greek

  • κληροδοσία — η 1. διανομή πραγμάτων με κλήρωση. 2. παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων με διαθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κληροδοσίας — κληροδοσίᾱς , κληροδοσία distribution of land fem acc pl κληροδοσίᾱς , κληροδοσία distribution of land fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληροδοσίαν — κληροδοσίᾱν , κληροδοσία distribution of land fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληροδοσιῶν — κληροδοσία distribution of land fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληροδοσίαις — κληροδοσία distribution of land fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπίστευμα — το 1. γεν. το πράγμα το οποίο, ή την εκτέλεση τού οποίου, εμπιστεύεται κάποιος σε άλλον 2. κληροδοσία, κληροδότημα, ό,τι κληροδοτείται από τον διαθέτη σε άλλον 3. ρωμ. δίκ. η κληροδοσία που συνιστά ο διαθέτης με τη διαθήκη του χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • διάθεση — Τοποθέτηση, διάταξη στον χώρο· παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης· η ψυχική κατάσταση, η επιθυμία, η προθυμία· η κληρονομική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. (Ιατρ.) Όρος που χαρακτηρίζει την τάση ενός οργανισμού να αντιδρά σε ορισμένα παθογόνα… …   Dictionary of Greek

  • καταπιστευματικός — και καταπιστευτικός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο καταπίστευμα 2. φρ. α) «καταπιστευ(μα)τική δικαιοπραξία» η δικαιοπραξία με την οποία συνειδητά και σκόπιμα μεταβιβάζεται στον έναν από τους συναλλασσόμενους μεγαλύτερη νομική εξουσία από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”